- προθύουσιν
- προθύ̱ουσιν , προθύωsacrificepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)προθύ̱ουσιν , προθύωsacrificepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυίαγρος — μυίαγρος, ὁ (Α) 1. αυτός που πιάνει μύγες 2. ως κύριο όν. Μυίαγρος ήρωας τής Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την εξόντωση τών μυγών («ἐν ταύτῃ τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν… … Dictionary of Greek